Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Ὁ ποιητὴς κύριοι περισσεύει | Του George Le Nonce

Χρόνια έχω να αναδημοσιεύσω κάτι αυτούσιο, αλλά το παρόν κείμενο το καλεί, και με το παραπάνω:

Τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες, ἐνῶ ἡ συγκυβέρνηση τοῦ ἐξανδραποδισμοῦ μας κατεδάφιζε καὶ χλεύαζε καὶ τοὺς τελευταίους θεσμοὺς τῆς ἀστικῆς δημοκρατίας τὴν ὁποία παριστάνει ὅτι ὑπηρετεῖ, παρατήρησα ὅτι συχνά, ἀντὶ νὰ συζητῶ γιὰ τὴν περιρρέουσα πολιτικὴ καὶ ἠθικὴ σήψη καὶ νὰ ἐξανίσταμαι καὶ νὰ καταγγέλλω, ἀποσυρόμουν σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ, τὴν ἴδια πάντα, καὶ διάβαζα ποιήματα. Ντρεπόμουν μάλιστα γιὰ αὐτή μου τὴν ἐσωστρέφεια, γιὰ αὐτὴν τὴν παραίτηση. Ὅσο καὶ ἂν τὴν δικαιολογοῦσα ἐν μέρει ὡς στρατηγικὴ ἐπιβίωσης, μοῦ ἔρχονταν μοιραῖα εἰκόνες τοῦ Νέρωνα νὰ παίζει τὸ βιολί του ὅπως στὰ κόμικς ἐνῶ ὁ κόσμος καίγεται, ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωση, τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου νὰ προστρέχει στὴν τέχνη τῆς ποιήσεως ὄχι βέβαια, ἐν προκειμένῳ, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ δεδομένο γῆρας τοῦ σώματος καὶ τῆς μορφῆς του, ἀλλὰ γιὰ νὰ βρεῖ μιὰ κάποια παραμυθία ἐνώπιον τῆς καταστροφῆς.

Σὲ τέτοιες στιγμὲς ἡ ποίηση μοιάζει μὲ ἰδιόρρυθμη, κάπως παληομοδίτικη μάλιστα, πολυτέλεια. Εἶναι, ὁπωσδήποτε, δύσκολο νὰ φαντασθεῖ κανείς, γιὰ παράδειγμα, ἕναν διαδηλωτὴ ποὺ μόλις ἔχει ἐπιστρέψει ἀπὸ τὰ δακρυγόνα, ἢ ἕναν ἐργαζόμενο ποὺ μόλις ἔχει ἀπολυθεῖ ἀπὸ τὴν ἔτσι ἢ ἀλλιῶς ἄθλια ἐργασία του, νὰ ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του, νὰ διαβάζει ποιήματα καὶ νὰ ἀγαλλιᾶ. Ἡ ἀνάγνωση, ὅμως, τῆς ποίησης σὲ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς συνθῆκες (ἐπεμβαίνει πάντα τὸ αὐτοσυντηρητικὸ ἄλλοθι) εἶναι, ἐπιμένω, ὑγιέστερη ἐνασχόληση ἀπὸ τὴν παρακολούθηση, αἴφνης, εἰδήσεων ἢ πολιτικῶν συζητήσεων στὴν τηλεόραση, ὅπου καθημερινὰ ἀκκίζονται μὲ χυδαιότητα οἱ ἐπαγγελματίες τῆς πολιτικῆς καθὼς τοὺς θωπεύουν οἱ στρατευμένοι τους δημοσιογράφοι. Βλέποντας καὶ ἀκούγοντας, λόγου χάριν, κανεὶς τὸν Κυριάκο Μητσοτάκη νὰ χαμογελᾶ εἰρωνικὰ καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτάρεσκα τὰ γνωστὰ φληναφήματα περὶ τῆς «κοινῆς γνώμης» ποὺ θέλει εὐρὼ πάσῃ θυσίᾳ, τὸν Χρυσοχοϊδη νὰ μηρυκάζει κουραστικὲς κοινοτοπίες περὶ τοῦ κοσμάκη ποὺ ὑποφέρει ἀλλὰ ὑπεύθυνα ἀντιλαμβάνεται πὼς δὲν ὑπάρχει ἄλλη λύση, τὸν Δένδια νὰ ἐπιχαίρει ὅτι ὥσπου νὰ ἀποφανθοῦν τὰ δικαστήρια γιὰ τὴν ἀντισυνταγματικότητα τῶν τελευταίων χυδαιοτήτων τῆς συγκυβέρνησης μὴν τὸν εἴδατε τὸν Παναή, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀναγνωρίσει μιὰν ἐπικίνδυνη νοσηρότητα, ἂν βέβαια δὲν ἔχει ἠδη προσβληθεῖ ἀπὸ αὐτήν.

Ἴσως λοιπόν, σκέφτηκα (μὲ αὐτοπαρηγορητική, καὶ πάλι, πρόθεση), πράγματι ἡ ποίηση νὰ εἶναι ἕνα κάποιο ἀντίδοτο. Στὸ κάτω κάτω ἡ ποίηση δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὸν χῶρο αὐτό, στὸν χῶρο τοῦ ἐξανδραποδισμοῦ, τῆς λυσιτέλειας, τῆς χυδαιότητας. Ἑπομένως, ὅταν ψάχνει κανεὶς κάπου νὰ καταφύγει πρόσκαιρα καὶ νὰ βρεῖ δύναμη γιὰ τὴ συνέχεια, λογικὸ εἶναι νὰ προστρέχει στὴν ποίηση.

Καὶ θυμήθηκα (διότι ἐπέμενε ἡ μᾶλλον ὄχι καὶ τόσο ἀσύνειδη ἐπιθυμία μου νὰ δικαιώσω κάπως τὴν ἐπιλογὴ μου νὰ διαβάζω ποίηση σὲ τέτοιες στιγμές) μιὰ συζήτηση στὸ δεύτερο συμπόσιο ποίησης στὸ πανεπιστήμιο τῆς Πάτρας, ὅπου ὁ Θ.Δ. Φραγκόπουλος εἶχε ἀναρωτηθεῖ πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ νεοελληνικὴ ποίηση νὰ μὴν ἔχει νὰ παρουσιάσει οὔτε ἕνα ἀντικομμουνιστικὸ ποίημα, πῶς εἶναι δυνατὸν ἀκόμη καὶ ποιητὲς ποὺ δὲν εἶναι ἐνταγμένοι στὴν ἀριστερὰ νὰ μὴν ἔχουν δημοσιεύσει ἔστω καὶ ἕνα ἀντικομμουνιστικὸ ποίημα. Τοῦ ἀπάντησε ἐξοργισμένη (καὶ ὄχι ἀδικαιολόγητα, πιστεύω) ἡ Μαντὼ Ἀραβαντινοῦ: Ναί, δὲν ὑπάρχει ἀντικομμουνιστικὴ ποίηση στὴν ἑλληνικὴ γραμματεία. Νομίζω ὅτι ὁ κ. Φραγκόπουλος θὰ ἤθελε νὰ πεῖ ὅτι ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἐλευθερία, ποὺ δὲν ἀρθρώθηκε ποτὲ ἀρκετὰ αὐτὴ ἡ λέξη ἐλευθερία στὸν τόπο μας, εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ποιητὲς στὸ συμπέρασμα: «δὲν συμφωνῶ, συρρικνώνω τὴν ἐλευθερία ἂν συμφωνήσω». Τίποτε ἄλλο, εὐχαριστῶ πάρα πολύ.

Ἔτσι εἶναι: δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει τέτοια ποίηση, θὰ ἀποτελοῦσε ἀντίφαση ἀνεπίτρεπτη μιὰ ποίηση λυσιτελῶς στρατευμένη - ἡ ποίηση ἢ θὰ εἶναι ἐλεύθερη ἢ δὲν θὰ εἶναι ποίηση, καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται κατὰ τὴ γνώμη μου ἐξίσου ἀπὸ τὰ ἄθλια “κομμουνιστικὰ” ποιήματα τοῦ Ρίτσου ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἀνικανότητα τῶν ποιητῶν νὰ ὑπηρετήσουν μὲ τὴν ποίησή τους τὸν ἀντικομμουνισμὸ τοῦ φρικτοῦ Φραγκόπουλου.

Ἡ μοναδικὴ δυνατὴ στράτευση γιὰ τὴν ποίηση παραμένει ἡ στράτευση στὸ στρατόπεδο τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, ὅπως ὁ ἄλλος μεγάλος μας ποιητής (ὄχι ὲπαναστάτης, ὄχι κομμουνιστής, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ποιητής), ὁ Νίκος Φωκάς, ἔγραφε τὸ 1979 στὸ συγκλονιστικό του κείμενο γιὰ τὴν ποίηση τῆς Γώγου Ἡ ἀφόρητη ἔνταση τῆς πολιτικῆς ποίησης. Ἡ ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, μὲ τὰ λόγια τοῦ Φωκᾶ, ἡ ἀδιαπραγμάτευτη ἐλευθερία, μὲ τὰ λόγια τῆς Ἀραβαντινοῦ, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ὑπηρετεῖ ἡ ποίηση. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ προστρέχουμε σὲ αὐτήν.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὁ ἄλλος σπουδαῖος μας ποιητής, ὁ Νίκος Καροῦζος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δανείστηκα τὸν τίτλο αὐτοῦ τοῦ κειμένου, ἔχει δίκηο: ὁ ποιητὴς πράγματι περισσεύει, διότι ἡ ποίηση δὲν μπορεῖ νὰ ἐνταχθεῖ στὴ συναλλακτικὴ δομὴ ποὺ ὑπηρετοῦν οἱ ἐπαγγελματίες τῆς πολιτικῆς καὶ τὰ ἀνδράποδα τῆς κίβδηλης δημοσιογραφίας. Ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὀργανικός, εἴτε τῆς μιᾶς εἴτε τῆς ἄλλης πλευρᾶς, ἐφόσον τὸ ἀντικείμενό του εἶναι ἡ ποίηση, ἕνα ἀντικείμενο ποὺ ἀκυρώνεται τὴ στιγμὴ ποὺ ἐπιχειρεῖς νὰ τὸ ἐντάξεις σὲ τέτοιες δομές.

Γι᾽ αὐτὸ μπορεῖ ἀκόμη νὰ προστρέχει στὴν ποίηση κανεὶς ὅταν ὅλα γύρω καταστρέφονται: ἐπειδὴ ἡ θέση τῆς ποίησης εἶναι στὸ στρατόπεδο τῆς ἐλευθερίας. Ἡ ποίηση εἶναι ἀναγκαία ὄχι μολονότι περισσεύει, ἀλλὰ ἐπειδὴ περισσεύει.

Του George Le Nonce

GatheRate

2 σχόλια: